γρυπότητα

γρυπότητα
γρῡπότητα , γρυπότης
hookedness
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γρυπότητα — η (AM γρυπότης) [γρυπός] κυρτότητα, καμπυλότητα …   Dictionary of Greek

  • γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”